ιδνούμαι

ιδνούμαι
ἰδνοῡμαι, -όομαι (Α)
1. κάμπτομαι, λυγίζω («ὁ δ' ἰδνώθη, θαλερόν δε οἱ ἔκπεσε δάκρυ», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη μήτρα) συσφίγγομαι, συστέλλομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ιδνός ή *(F)ιδνός (η ύπαρξη F δεν επιβεβαιώνεται από το ομηρικό κείμενο). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. veda- «δεμάτι από χόρτα» και με λατ. vidulus «σάκος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιιδνούμαι — όομαι, Α κάμπτομαι, γίνομαι κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰδνοῦμαι «κάμπτομαι, κυρτοῦμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”